-
1 ημισείας
ἡμισείᾱς, ἥμισυςhalf: fem acc plἡμισείᾱς, ἥμισυςhalf: fem gen sg (doric ionic aeolic)ἡμισείᾱς, ἡμίσειαfem acc plἡμισείᾱς, ἡμίσειαfem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἡμισείας
ἡμισείᾱς, ἥμισυςhalf: fem acc plἡμισείᾱς, ἥμισυςhalf: fem gen sg (doric ionic aeolic)ἡμισείᾱς, ἡμίσειαfem acc plἡμισείᾱς, ἡμίσειαfem gen sg (attic doric aeolic) -
3 διαφερω
(fut. διοίσω, aor. 1 διήνεγκα - ион. διήνεικα, aor. 2 διήνεγκον: aor. pass. διηνέχθην)1) носить в разные стороны(σκῆπτρα Eur.; καθάπερ ἐν κλύδωνι Plut.)
ἐπὴ λεπτοῦ ναυαγίου διαφέρεσθαι Plut. — носиться (по морю) на тонком обломке разбитого корабля2) разносить, раскладывать, распределять3) переносить, переводитьἔστησαν ὀρθαὴ καὴ διήνεγκαν κόρας Eur. — они встали и огляделись вокруг4) разносить, распространять(κηρύγματα Eur.; ἀγγελίας Luc.; φήμη τις διηνέχθη περί τινος Plut.)
— широко прославлять (τινά Pind.)5) разбрасывать, рассеиватьφυγῇ διαφέρεσθαι δι΄ ἀλλήλων Plut. — разбегаться в разные стороны
6) носить, вынашивать(γαστρὸς ὄγκον Eur.)
διενέγκασα καὴ τεκοῦσα Xen. — выносившая и родившая (ребенка)7) перевозить, доставлять8) вносить, подавать(ψῆφον Eur., Xen., Aeschin., Dem., Plut.)
ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν Thuc. — открыто проголосовать9) переносить, терпеть, сносить(ῥᾷστά τι Soph.; ἀργῶς τέν φυγήν Plut.)
10) ( о времени) вести, проводить(τὸν αἰῶνα Hom.)
θεοὺς σέβων βίον διήνεγκε Eur. — он прожил свою жизнь благочестиво;δ. τὸν πόλεμον Her. — вести затяжную войну (ср. 12);τέν νύκτα κλαίων διήνεγκε Plut. — он провел ночь в слезах11) существовать, жить12) вести до конца, заканчиватьπόλεμον διενείκας Her. — закончив войну (ср. 10)
13) переворачивать, опрокидывать(πάντ΄ ἄνω τε καὴ κάτω Eur.)
14) волновать, смущать, тревожить(διαλγές ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον Aesch.; δ. τὰς ψυχὰς πράγμασι καὴ φροντίσι Plut.): pass. волноваться, колебаться
πολλὰ διενεχθεὴς τῇ γνώμῃ (тж. τῷ λογισμῷ и τοῖς λογισμοῖς) Plut. — долго не зная, какое принять решение15) отличаться, разниться(τινί τινος Plat.)
δ. τινός Eur., Xen., Arph., τινί Xen., Plat., τι, πρός τι и κατά τι Arst., εἴς τι Xen. и ἔν τινι Xen., Dem.; — отличаться чем-л. (в чём)-л.;16) выгодно отличаться, превосходить(τινός τι Aeschin., Luc., τινά τινι Polyb., Diod., τινί τινος Plut., τινί Thuc., Aeschin., Polyb., Plut., εἴς τι Xen., Plat., ἐπί τινι Xen., ἔν τινι Isocr., πρός τι Aeschin. и κατά τι Xen.)
ἱμάτια διαφέροντα Plat. — отличные одежды;πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. — было гораздо выгоднее вести оборону, чем принять открытый бой;πεπραχέναι διαφέρον τι Polyb. — совершить нечто особенное, отличиться17) med. (aor. διηνέχθην)(тж. δ. ταῖς γνώμαις Polyb.) расходиться во мнениях (ἀλλήλοις Plat. и πρὸς ἀλλήλους Lys., Polyb.; περί τινος Her., Arph., Plat., ἀμφί τινος и ἔν τινι Xen.)
τὰ διαφέροντα Thuc. — спорные вопросы18) преимущ. impers. быть важным, иметь значение(τοῦτο διέφερε τοῖς Θηβαίοις Polyb.)
τὰ διαφέροντα (πράγματα) Thuc., Lys., Isae., Plut.; — важные вопросы;ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει Thuc. — это представляет для него личный интерес;οὔ τί οἱ διέφερε ἀποθανέειν Her. — он относился равнодушно к смерти -
4 ήμισυς
ίσεια, ισυ половинный;εξ ημισείας пополам -
5 ἥμισυς
Aἡμίσεος Hdt.2.126
, Th.2.78,4.83, X.Oec.18.8, Pl.Smp. 205e, IG22.1612.267, D.23.213, etc. ( ἡμίσεως is sts. a v.l., as in Th. ll. cc., and is found in later writers, as Dsc.2.70); also as fem., Th.4.104; later [var] contr.ἡμίσους D.H.4.17
, Plu.Mar.34, etc. (as fem., LXX 3 Ki.16.9): nom. and acc. pl. masc., [dialect] Ion. ἡμίσεες, -εας, Il. 21.7, Hdt.9.51, [dialect] Att.ἡμίσεις Th.3.20
, Pl.Tht. 154c ( ἡμίσεας is preferred by Phryn.PSp.73B.): neut. pl.ἡμίσεα Th.4.16
, Pl.R. 438c, laterἡμίση D.36.36
(cod. S), al., IG22.1678.23, Thphr.Char.30.16, IG12 (5).872.107 ([place name] Tenos), SIG2588.4(Delos, ii B.C.), etc.: [dialect] Ion. fem.ἡμίσεᾰ Hdt.5.111
(hyperion.- σέη Luc.Syr.D.14
), acc. pl.- έας Hdt.8.27
, also acc. sg.ἡμίσεαν IG2.1055.16
, 1059.14, gen. : [full] ἥμυσυς (assim.), Rev.Phil.54.192 (Erythrae, v B.C.), IG22.43A45 (iv B.C.), PEleph.20.40(iv B.C.), IG11(2).161A23(Delos, iii B.C.), UPZ 54.6(ii B.C.), etc.: neut. [full] ἥμισον, τό, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.), SIG1011.7 (Chalcedon, iii/ii B.C.), ib.671 A13 (Delph., ii B.C.), BGU 183.41 (i A.D.): pl. (Argos, v B.C.); also [full] ἥμισσον, τό, ib.306.14 (Arc., iv B.C.), 1009.20 (Ephesus, iii/ii B.C.): pl. ἥμισσα ib. 240P (Delph., iv B.C.): acc. pl.τοὺς ἡμίσους Not.Arch.4.20
(Cyrene, Aug.):— half,I as Adj., ἡμίσεες λαοί half the people,ἡ. δ' ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο.. ἡ. δ' ἀναβάντες ἐλαύνομεν Od.3.155
sq., cf. Il.21.7 (elsewh. Hom. uses only neut. ἥμισυ as Subst. (v. infr. 11));τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Hdt.9.51
, cf. Th.3.20, X.Cyr.2.16, etc.; ἥμισυς λόγος half the tale, A.Eu. 428 ( λόγου cod. [voice] Med.);τὸ ἥμισυ τεῖχος Th.2.78
;ὁ ἥ. ἀριθμός Pl.Lg. 946a
: c. gen., like a [comp] Comp., τὸ ὕψος ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Th.1.93: metaph., ( οὐ δι' ἥμισυν stands for οὐ διήμ. ' half-and-half', ib. 806c).2 in Prose also with the Subst. in gen. and giving its gender and number toἥμισυς, τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Hdt.2.10
;τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα Id.6.23
; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν half of the ships, Th.8.8;οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων X.Cyr.4.5.4
;ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Pl.Phd. 104a
;τοῦ χρόνου D.20.8
: abs., οἱ ἡ. half of them, Th.3.20.II as Subst. in neut., ἥ. τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, Il.9.616, 17.231, Od.17.322; τὸ μὲν.., τὸ δ' ἥ. Il.13.565;πλέον ἥ. παντός Hes.Op.40
, Pl.R. 466c;ὑπὲρ ἥ. πάντων X.Cyr.3.3.47
;ἥ. οὗ δεῖ Pl.Phd. 77c
, etc.; ἐν ἡμίσει τῆς νυκτός at midnight, LXXJd.16.3: usu. c. Art.,τὸ ἥ. τοῦ στρατοῦ Th.4.83
, etc.; also , Schwyzer701 (Erythrae, v B.C.); : indecl., ἀπὸ τοῦ ἥ. LXXEx.30.15; τῷ ἥ. φυλῆς ib.Nu.32.33: pl.,τῆς χορείας τὰ ἡμίσεα Pl.Lg. 672e
;ἄρτων ἡμίσεα X.An.1.9.26
; ῥαφανίδων τὰ ἡ. Thphr.l.c.: after Numerals,ἐν δυοῖν καὶ ἡμίσει ἡμέρας IG22.1673.73
;δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Str.2.5.39
;μνῶν.. δώδεκα καὶ ἡμίσους D.H.4.17
;τετραποδίαν μίαν καὶ ἥμισυ IG 12.373.28
; withoutκαί, μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Plu.Mar.34
: indecl.,τριῶν ἥμισυ σταδίων Str.8.6.21
, cf. PTeb.110.5 (i B.C.), Plu.Cat.Mi. 44, etc.: as Adv.,ἥ. μὲν νύμφην.., ἥ. δ' αὖτε ὄφιν Hes.Th. 298
, cf. Pi.N.10.87: so in pl.,τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονος, τὰ δὲ ἡ. ἄπονος Pl.R. 535d
: with Preps., οὐδ' εἰς ἥ. not half, Ar.Th. 452: regul. Adv. ἡμισέως half-done, Pl.R. 601c.b ἥμισυ, τό,= ἡμίεκτον, Hsch.2 fem., ἡ ἡμίσεια (sc. μοῖρα), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Th.5.31
;ἡ ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg. 956d
; οὐ γὰρ ἐφ' ἡμισείᾳ χρηστὸν εἶναι δεῖ by halves, D. 19.277;ἐξ ἡμισείας Luc.Cat.1
, Artem.1.26, S.E.M.10.145. ( ἡμισυ- fr. ἡμιτυ-, ἡμισσο- fr. ἡμιτϝο-, cf. ἡμίτεια, ἡμιτύεκτον; enlarged fr. ἡμι-.)
См. также в других словарях:
ἡμισείας — ἡμισείᾱς , ἥμισυς half fem acc pl ἡμισείᾱς , ἥμισυς half fem gen sg (doric ionic aeolic) ἡμισείᾱς , ἡμίσεια fem acc pl ἡμισείᾱς , ἡμίσεια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημισάρικος — ἐφημισάρικος, η, ον (Μ) αυτός που ανήκει εξ ημισείας σε δύο πρόσωπα, ο μεσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐφ ἡμισείας] … Dictionary of Greek
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
Κάνεμαν, Ντάνιελ — (Daniel Kahneman, Τελ Αβίβ 1934 –). Αμερικανός ψυχολόγος, ισραηλινής καταγωγής. Αποφοίτησε το 1954 από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με πτυχία ψυχολογίας και μαθηματικών. Το 1961 απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην ψυχολογία από το… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱԿԱՏԱՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. ἑξ ἠμισείας, ἠμιτελής, ἠμιτέλεστος semiabsolutus, imperfectus. Անկատար. թերակատար. թերի. կիսատ. ... *Անմարթ էր թերի եւ կիսակատար լինել լուսնի յաւուր լինելութեան իւրոյ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԻՍԱՄԱՍՆԵԱՅ — ( ) NBH 1 1098 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c ա. ἠμερινής dimidiae partis Կիսաբաժ. թերի. անկատար. դոյզն. մասն մասն. *Աստուած ոչ է կիսամասնեայ, այլ կատարեալ յամենայնի. Սարգ. յկ. ՟Թ: եւ Սարգ. ՟ա. պետ. ՟Ը: *Ոչ սակաւ մի նայեցուած … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)